- λαγαρός
- -ή, -ό θηλ. και -ά (AM λαγαρός, -ά, -όν)1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαράοι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν κενεώνων λαγαρά», Ξεν.)νεοελλ.1. διαυγής, καθαρός, λαγαρισμένος2. αυτός που δεν έχει νοθευθεί, που δεν περιέχει ξένες ουσίες, αμιγής («λαγαρό χρυσάφι»)(μσν. -αρχ.) ισχνός, αδύνατοςαρχ.1. (για τις λαγόνες ή για την κοιλιά ζώου) κοίλος, βαθουλωτός («λαγαρᾷ... τῇ γαστρί», Φιλόστρ.)2. μτφ. νωχελικός, νωθρός («τὴν πόλιν ἀντὶ λαγαρᾱς καὶ ὑποσόμφου μεστὴν ἐποίησεν ἀγλαΐας», Θεμίστ.)3. (για κίονες) λεπτός, κομψός («πέρα τού καλοῡ διάκενοι καὶ λαγαροὶ φανέντες», Πλούτ.)4. (για δρόμο) στενός5. (για αράχνες) πιθ. ελαφρός, ευκίνητος ή, κατ' άλλους, ασθενής6. (για έμπλαστρο) πορώδης, απορροφητικός7. (για στίχο) αυτός που έχει στο μέσον βραχεία συλλαβή αντί για μακρά, σε αντιδιαστολή με τον προκοίλιο στίχο.επίρρ...λαγαρῶς (Α)ασθενώς, χαλαρώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ- (πρβλ. λαγαίω) + επίθ. -αρός, (πρβλ. λιπ-αρός, χαλ-αρός). Ο τ. συνδέεται με τοχαρ. A slākkar «λυπημένος», λατ. laxus «χαλαρός» και πιθ. με το αρχ. ινδ. ślaksna- «γλιστερός, ισχνός»].
Dictionary of Greek. 2013.